Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
able /ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να; USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
add /æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω; USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
alliance /əˈlaɪ.əns/ = NOUN: συμμαχία; USER: συμμαχία, Συμμαχίας, Alliance, της Συμμαχίας, τη συμμαχία

GT GD C H L M O
alliances /əˈlaɪ.əns/ = NOUN: συμμαχία; USER: συμμαχίες, συμμαχιών, συνεργασιών, συνεργασίες

GT GD C H L M O
along /əˈlɒŋ/ = ADVERB: κατά μήκος, εμπρός; USER: κατά μήκος, μαζί, μήκος, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
alpine /ˈæl.paɪn/ = ADJECTIVE: αλπικός; USER: αλπικός, αλπικό, Άλπεων, αλπικά, αλπική

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
aluminium /əˈlo͞omənəm/ = NOUN: αλουμίνιο, αργίλιο; USER: αλουμίνιο, αργίλιο, αλουμινίου, αργιλίου, από αλουμίνιο

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
asset /ˈæs.et/ = NOUN: κεφάλαιο, προσόν; USER: προσόν, κεφάλαιο, περιουσιακό στοιχείο, ενεργητικού, περιουσιακού στοιχείου

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
attractive /əˈtræk.tɪv/ = ADJECTIVE: ελκυστικός, ωραίος; USER: ελκυστικός, ελκυστική, ελκυστικό, ελκυστικές, ελκυστικά

GT GD C H L M O
automobile /ˌôtəmōˈbēl/ = USER: αυτοκινήτων, αυτοκίνητο, αυτοκινήτου, αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτοκινητοβιομηχανία

GT GD C H L M O
automotive /ˌôtəˈmōtiv/ = USER: αυτοκινήτων, αυτοκινητοβιομηχανία, αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτοκίνητα, αυτοκινήτου

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
belong /bɪˈlɒŋ/ = VERB: ανήκω, ταιριάζω, είμαι κάτοικος χώρας, αρμόζω; USER: ανήκω, ανήκουν, ανήκει, υπάγονται

GT GD C H L M O
between /bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα; ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ; USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του

GT GD C H L M O
big /bɪɡ/ = ADJECTIVE: μεγάλος, μεγαλόσωμος, μέγας, αξιόλογος, χονδρός; USER: μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα

GT GD C H L M O
bright /braɪt/ = ADJECTIVE: λαμπερός, λαμπρός, ευφυής; USER: ευφυής, φωτεινό, φωτεινά, φωτεινή, λαμπρό

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
car /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, αυτοκίνητό, το αυτοκίνητο

GT GD C H L M O
cars /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητα, τα αυτοκίνητα, αυτοκινήτων, αυτοκίνητα που, οχήματα

GT GD C H L M O
cc /ˌsiːˈsiː/ = USER: cc, γγ, Κοιν., κ.εκ., Κοιν

GT GD C H L M O
celebrate /ˈsel.ɪ.breɪt/ = VERB: γιορτάζω, πανηγυρίζω, εορτάζω, δοξολογώ, εξυμνώ; USER: γιορτάσουμε, γιορτάσουν, γιορτάζουν, γιορτάζουμε, γιορτάσει

GT GD C H L M O
central /ˈsen.trəl/ = ADJECTIVE: κεντρικός, επίκεντρος; USER: κεντρικός, Κεντρική, κεντρικό, κεντρικές, κεντρικής

GT GD C H L M O
ceo /ˌsiː.iːˈəʊ/ = USER: Διευθύνων Σύμβουλος, ceo, Διευθύνων Σύμβουλος της, CEO της, προϊστάμενος υπαλλήλων

GT GD C H L M O
chairman /-mən/ = NOUN: πρόεδρος, πρόεδρος συνεδριάσεως ή επιτροπής; USER: πρόεδρος, πρόεδρο, προέδρου, πρόεδρό, πρόεδρός

GT GD C H L M O
challenges /ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού; VERB: προκαλώ; USER: προκλήσεις, προκλήσεων, τις προκλήσεις, προκλήσεις που, προκλήσεων που

GT GD C H L M O
champions /ˈtʃæm.pi.ən/ = NOUN: πρωταθλητής, υπερασπιστής, υπερμεγέθης; USER: πρωταθλητές, πρωταθλητών, Champions, Τσάμπιονς, πρωταθλήτρια

GT GD C H L M O
changes /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγές, οι αλλαγές, αλλαγών, μεταβολές, τις αλλαγές

GT GD C H L M O
choosing /tʃuːz/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ, ξεδιαλέγω, εκλέγω; USER: επιλογή, επιλέγοντας, την επιλογή, επιλέγουν, επιλογής

GT GD C H L M O
chose /tʃəʊz/ = VERB: πνίγομαι, στραγγαλίζω, πνίγω, ασφυκτιώ; NOUN: εμφράκτης; USER: επέλεξε, επιλέξαμε, επέλεξαν, διάλεξε, επιλέξατε

GT GD C H L M O
chosen /ˈtʃəʊ.zən/ = ADJECTIVE: εκλεκτός; USER: επιλέγεται, επιλέγονται, επιλέξει, επιλεγεί, επέλεξε

GT GD C H L M O
committed /kəˈmɪt.ɪd/ = VERB: διαπράττω, εμπιστεύομαι, παραδίδω, παραπέμπω, κάνω; USER: δεσμευτεί, διαπράττονται, δεσμευθεί, διαπράξει, διέπραξε

GT GD C H L M O
competitive /kəmˈpet.ɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ανταγωνιστικός, συναγωνιστικός; USER: ανταγωνιστικός, ανταγωνιστική, ανταγωνιστικές, ανταγωνιστικό, ανταγωνιστικής

GT GD C H L M O
coping /kəʊp/ = NOUN: μαρκίζα, επιστέγασμα τοίχου; USER: αντιμετώπιση, αντιμετώπισης, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίσουν, να αντιμετωπίσουν

GT GD C H L M O
correct /kəˈrekt/ = ADJECTIVE: σωστός, ορθός, ακριβής; VERB: διορθώνω, σωφρονίζω, τιμωρώ; USER: διορθώσει, διόρθωση, διορθώσουν, διορθώσετε, διορθώνει, διορθώνει

GT GD C H L M O
created /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: Δημιουργία, δημιουργήθηκε, δημιουργείται, δημιουργούνται, δημιούργησε, δημιούργησε

GT GD C H L M O
culture /ˈkʌl.tʃər/ = NOUN: καλλιέργεια, κουλτούρα, πολιτισμός, παιδεία, μόρφωση; USER: πολιτισμός, κουλτούρα, καλλιέργεια, πολιτισμού, πολιτισμό

GT GD C H L M O
customer /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών

GT GD C H L M O
cutting /ˈkʌt.ɪŋ/ = NOUN: τομή, δηκτικός; ADJECTIVE: καυστικός, σαρκαστικός; USER: κοπή, κοπής, την κοπή, κόψιμο, μείωση

GT GD C H L M O
day /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών

GT GD C H L M O
dec /ˈdeb.juː.tɒnt/ = USER: Δεκέμβριος, Δεκέμβριο, Δεκέμβρης, Δεκ, Δεκ.

GT GD C H L M O
december /dɪˈsem.bər/ = NOUN: Δεκέμβριος; USER: Δεκέμβριος, Δεκ., Δεκέμβρης, Δεκέμβριο, Δεκ

GT GD C H L M O
defend /dɪˈfend/ = VERB: υπερασπίζω, προστατεύω, συνηγορώ; USER: υπερασπιστούν, υπερασπιστεί, υπερασπίσει, υπερασπίζονται, υπερασπίζεται

GT GD C H L M O
different /ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος; USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων

GT GD C H L M O
director /daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος; USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη

GT GD C H L M O
does /dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει

GT GD C H L M O
economics /ˌiː.kəˈnɒm.ɪks/ = NOUN: οικονομολογία, οικονομολογικά; USER: οικονομία, οικονομικά, οικονομίας, οικονομικών, Economics

GT GD C H L M O
economy /ɪˈkɒn.ə.mi/ = NOUN: οικονομία; USER: οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας

GT GD C H L M O
edge /edʒ/ = NOUN: άκρη, άκρο, χείλος, κόψη; VERB: ακονίζω, προχωρώ βραδέα; USER: άκρο, άκρη, χείλος, κόψη, ακμή

GT GD C H L M O
embodies /ɪmˈbɒd.i/ = VERB: ενσωματώνω, συσσωματώνω; USER: ενσαρκώνει, ενσωματώνει, εκφράζει, εμπεριέχει

GT GD C H L M O
emmanuel /ɪˈmɪt.ər/ = NOUN: Εμμανουήλ; USER: Εμμανουήλ, emmanuel, Ο Emmanuel, τον Εμμανουήλ, τον Emmanuel,

GT GD C H L M O
engine /ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας; USER: κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, μηχανών, του κινητήρα

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
epitomize /ɪˈpɪt.ə.maɪz/ = VERB: συνοψίζω; USER: συνοψίζω, επιτομή, αποτελούν την επιτομή, συνοψίζουν, αποτελούν την επιτομή της

GT GD C H L M O
especially /ɪˈspeʃ.əl.i/ = ADVERB: ειδικά; USER: ειδικά, ιδίως, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα, ειδικότερα

GT GD C H L M O
event /ɪˈvent/ = NOUN: συμβάν; USER: συμβάν, περίπτωση, εκδήλωση, γεγονός, περιπτώσει

GT GD C H L M O
existing /ɪɡˈzɪs.tɪŋ/ = VERB: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι; USER: υφιστάμενες, υπάρχουσες, υπάρχοντα, υφιστάμενα, υφιστάμενων

GT GD C H L M O
f /ef/ = USER: φά, στ,

GT GD C H L M O
fact /fækt/ = NOUN: γεγονός, δεδομένο; USER: γεγονός, πραγματικότητα, γεγονότος, Πράγματι, το γεγονός, το γεγονός

GT GD C H L M O
feels /fiːl/ = VERB: αισθάνομαι, νιώθω, ψηλαφώ, αγγίζω, πασπατεύω; NOUN: αφή; USER: αισθάνεται, θεωρεί, νιώθει, πιστεύει, κρίνει

GT GD C H L M O
finance /ˈfaɪ.næns/ = NOUN: οικονομικά, οικονομολογία; VERB: χρηματοδοτώ; USER: χρηματοδότηση, τη χρηματοδότηση, χρηματοδοτούν, χρηματοδοτήσουν, χρηματοδοτήσει

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
flexible /ˈflek.sɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ευέλικτος, εύκαμπτος; USER: ευέλικτος, εύκαμπτος, ευέλικτη, ευέλικτο, ευέλικτες

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
french /frentʃ/ = NOUN: Γάλλος, γαλλική γλώσσα, Γαλλίδα; ADJECTIVE: γαλλικός; USER: Γάλλος, γαλλικός, γαλλική γλώσσα, Γαλλικά, Γαλλική

GT GD C H L M O
future /ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων; NOUN: μέλλοντας, μέλλο; USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών

GT GD C H L M O
good /ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός; USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά

GT GD C H L M O
group /ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία; VERB: συμπλέκω; USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
hello /helˈəʊ/ = NOUN: χαιρετισμός, χερετισμός; VERB: χαιρετώ; USER: γεια σας, γειά σου, Χαίρετε, γεια, Hello

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
high /haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος; ADVERB: ψηλά; USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό

GT GD C H L M O
history /ˈhɪs.tər.i/ = NOUN: ιστορία; USER: ιστορία, ιστορίας, ιστορικό, την ιστορία, ιστορικού, ιστορικού

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
human /ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος; USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
icon /ˈaɪ.kɒn/ = NOUN: εικόνισμα, εικών; USER: icon, εικονίδιο, εικόνα, εικονίδιο του, το εικονίδιο

GT GD C H L M O
image /ˈɪm.ɪdʒ/ = NOUN: εικών, ομοίωμα; VERB: εικονίζω, φαντάζομαι; USER: image, εικόνα, εικόνας, την εικόνα, εικόνα από

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
inaugurate /ɪˈnɔː.ɡjʊ.reɪt/ = VERB: εγκαινιάζω, κηρύσσω την έναρξη; USER: εγκαινιάζω, κηρύσσω την έναρξη, εγκαινιάσει, εγκαινιάσουμε, εγκαινιάσουν

GT GD C H L M O
inauguration /ɪˈnɔː.ɡjʊ.reɪt/ = NOUN: εγκαίνια, εγκαθίδρυση, ορκωμοσία πρόεδρου; USER: εγκαίνια, εγκαινίων, εγκαινίαση, ορκωμοσία, των εγκαινίων

GT GD C H L M O
includes /ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω; USER: περιλαμβάνει, συμπεριλαμβάνει, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει την, περιλαμβάνουν

GT GD C H L M O
industrial /ɪnˈdʌs.tri.əl/ = ADJECTIVE: βιομηχανικός; USER: βιομηχανικός, βιομηχανική, βιομηχανικής, βιομηχανικών, βιομηχανικές

GT GD C H L M O
industrializing /inˈdəstrēəˌlīz/ = VERB: βιομηχανοποιώ, εκβιομηχανίζω; USER: βιομηχανοποίηση, η βιομηχανοποίηση"

GT GD C H L M O
industry /ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία; USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας

GT GD C H L M O
innovation /ˌɪn.əˈveɪ.ʃən/ = NOUN: καινοτομία, νεωτερισμός, ανακαίνιση; USER: καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία

GT GD C H L M O
instagram /ˈɪn.stə.ɡræm/ = USER: instagram, του Instagram, το Instagram,

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
jacket /ˈdʒæk.ɪt/ = NOUN: σακάκι, μπουφάν, χιτώνιο, περίβλημα, ζακέτα; USER: σακάκι, μπουφάν, ζακέτα, jacket, σακακιών

GT GD C H L M O
jobs /dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ; VERB: διαπραγματεύομαι αξίες; USER: θέσεις εργασίας, θέσεων εργασίας, θέσεις, εργασίας, εργασίες

GT GD C H L M O
key /kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο; VERB: τονίζω; USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό

GT GD C H L M O
know /nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε

GT GD C H L M O
largest /lɑːdʒ/ = USER: Η μεγαλύτερη, μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερος, μεγαλύτερες, μεγαλύτερες

GT GD C H L M O
leading /ˈliː.dɪŋ/ = ADJECTIVE: κύριος, ηγετικός, πρωταγωνιστών, οδηγών; NOUN: αρχηγία, οδηγία; USER: οδηγεί, οδηγώντας, που οδηγεί, με αποτέλεσμα, οδηγούν

GT GD C H L M O
legend /ˈledʒ.ənd/ = NOUN: θρύλος, μύθος; USER: θρύλος, μύθος, μύθο, Λεζάντα, θρύλο, θρύλο

GT GD C H L M O
light /laɪt/ = NOUN: φως, φανός, φωτιά, σέλας; ADJECTIVE: ελαφρός, φωτεινός, ανοικτός, ανάλαφρος; VERB: φωτίζω, ανάπτω, καταβαίνω; USER: φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση

GT GD C H L M O
line /laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος; VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές; USER: γραμμή, σειρά, γραμμής, σύμφωνα, line

GT GD C H L M O
lots /lɒt/ = NOUN: πλήθος, μπόλικος; USER: παρτίδες, παρτίδων, πολλά, τμήματα, μέρη, μέρη

GT GD C H L M O
major /ˈmeɪ.dʒər/ = ADJECTIVE: μείζων, μεγαλείτερος, πρεσβύτερος; NOUN: ταγματάρχης; USER: μείζων, μεγάλες, σημαντικό, μεγάλων, σημαντική

GT GD C H L M O
making /ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση; USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας

GT GD C H L M O
manufacturer /ˌmanyəˈfakCHərər/ = NOUN: κατασκευαστής, βιομήχανος, εργοστασιάρχης; USER: κατασκευαστής, κατασκευαστή, παραγωγός, κατασκευαστή του, παρασκευαστή

GT GD C H L M O
marks = NOUN: βαθμολογία; USER: βαθμολογία, σήματα, σημάτων, σημάδια, επιδόσεις

GT GD C H L M O
means /miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο; USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι

GT GD C H L M O
men /men/ = NOUN: άνδρες; USER: άνδρες, ανδρών, τους άνδρες, άντρες, οι άνδρες

GT GD C H L M O
minister /ˈmɪn.ɪ.stər/ = NOUN: υπουργός, ιερέας, λειτουργός, πρεσβευτής; VERB: υπηρετώ, χορηγώ; USER: υπουργός, υπουργό, Υπουργού, ο υπουργός, κ.

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
motorsport /ˈmōdərˌspôrt/ = USER: μηχανοκίνητου αθλητισμού, μηχανοκίνητο αθλητισμό, του μηχανοκίνητου αθλητισμού, motorsport, μηχανοκίνητου,

GT GD C H L M O
mr /ˈmɪs.tər/ = USER: mr, Ο κ., κ., Κύριε, του κ., του κ.

GT GD C H L M O
must /mʌst/ = USER: must-, must, ought, have to, must, ought, μούστος, γλεύκος; USER: πρέπει, πρέπει να, must, οφείλει, σταφυλιών, σταφυλιών

GT GD C H L M O
nation /ˈneɪ.ʃən/ = NOUN: έθνος; USER: έθνος, έθνους, χώρας, χώρα, κράτους

GT GD C H L M O
native /ˈneɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ντόπιος, ιθαγενής, εγχώριος, γενέθλιος, έμφυτος, ατόφιος; USER: ντόπιος, Native, μητρική, φυσική, εγγενή, εγγενή

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
non /nɒn-/ = USER: non, non, non; USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
official /əˈfɪʃ.əl/ = NOUN: επίσημος ανώτερος υπάλληλος; USER: Επίσημη, υπάλληλος, επίσημες, επίσημο, επίσημα

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
opportunity /ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρία, δυνατότητα, ευκαιρία για, την ευκαιρία, ευκαιρίας

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
own /əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου; VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές

GT GD C H L M O
part /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο

GT GD C H L M O
partnerships /ˈpɑːt.nə.ʃɪp/ = NOUN: συνεταιρισμός, ομόρρυθμη εταιρεία, συντροφιά; USER: συνεργασίες, συμπράξεις, εταιρικές σχέσεις, συνεργασιών, συμπράξεων

GT GD C H L M O
passing /ˈpɑː.sɪŋ/ = NOUN: πέρασμα, περνών; ADJECTIVE: περαστικός, εφήμερος, μεταβατικός; USER: πέρασμα, συνεργαζόμενος, διέρχεται, περνώντας, ανάμεσα, ανάμεσα

GT GD C H L M O
passion /ˈpæʃ.ən/ = NOUN: πάθος, παραφορά, σφοδρό αίσθημα, ντέρτι; USER: πάθος, το πάθος, πάθους, μεράκι

GT GD C H L M O
passionate /ˈpæʃ.ən.ət/ = ADJECTIVE: παθιασμένος, φλογερός, παράφορος, περιπαθής, διάπυρος, ευερέθιστος; USER: παθιασμένος, πάθος, παθιασμένοι, παθιασμένη, παθιασμένο

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
performance /pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση; USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση

GT GD C H L M O
pierre /ˈpɪə.sɪŋ/ = USER: pierre, Πιέρ, Πιερ, Ο Pierre, τον Pierre,

GT GD C H L M O
place /pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία; VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο

GT GD C H L M O
plant /plɑːnt/ = NOUN: εργοστάσιο, φυτό; VERB: φυτεύω, στήνω, στυλώνω, τοποθετώ δολιώς; USER: φυτό, εργοστάσιο, φυτών, μονάδα, των φυτών

GT GD C H L M O
please /pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι; USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε

GT GD C H L M O
preserved /priˈzərv/ = VERB: διατηρώ, διαφυλάττω, προστατεύω; USER: διατηρημένα, κονσέρβες, διατηρημένο, διατηρηθεί, διατηρείται

GT GD C H L M O
president /ˈprez.ɪ.dənt/ = NOUN: πρόεδρος, πρύτανης; USER: πρόεδρος, Πρόεδρε, πρόεδρο, προέδρου, στον Πρόεδρό

GT GD C H L M O
pride /praɪd/ = NOUN: υπερηφάνεια, περηφάνια, φιλότιμο, φιλοτιμία, υπεροψία; USER: υπερηφάνεια, περηφάνια, υπερηφάνειας, καμάρι, την υπερηφάνεια

GT GD C H L M O
produce /prəˈdjuːs/ = VERB: παράγω, αναδίδω, παρουσιάζω, προξενώ, προσκομίζω; NOUN: καρπός; USER: παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παράγουμε

GT GD C H L M O
production /prəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, προϊόν, απόδοση, παράσταση, προσαγωγή, παρουσίαση; USER: παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, παραγωγική

GT GD C H L M O
profound /prəˈfaʊnd/ = ADJECTIVE: βαθύς, εμβριθής, βαθυστόχαστος, περισπούδαστος; USER: βαθύς, βαθιά, βαθιές, βαθύ, βάθος

GT GD C H L M O
prove /pruːv/ = VERB: αποδεικνύω, δοκιμάζω; USER: αποδειχθούν, αποδείξει, αποδεικνύουν, να αποδείξει, αποδειχθεί

GT GD C H L M O
proving /prəˈvaɪd/ = VERB: αποδεικνύω, δοκιμάζω; USER: αποδεικνύοντας, αποδεικνύει, αποδεικνύουν, αποδεικνύονται, αποδεικνύεται

GT GD C H L M O
published /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
re /riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του; NOUN: ρε; USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι

GT GD C H L M O
ready /ˈred.i/ = ADJECTIVE: έτοιμος, πρόθυμος, εύκολος, γινώμενος; USER: έτοιμος, έτοιμο, έτοιμη, έτοιμοι, έτοιμα

GT GD C H L M O
reality /riˈæl.ɪ.ti/ = NOUN: πραγματικότητα, αλήθεια, πραγματικότης; USER: πραγματικότητα, πραγματικότητας, την πραγματικότητα, η πραγματικότητα

GT GD C H L M O
regularly /ˈreɡ.jʊ.lər/ = ADVERB: τακτικά, μόνιμα; USER: τακτικά, τακτική, συχνά, τακτά, κανονικά

GT GD C H L M O
remains /rɪˈmeɪnz/ = NOUN: λείψανα, απομεινάρια, ερείπιο, εναπολείμματα; USER: λείψανα, παραμένει, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, παραμένουν

GT GD C H L M O
requires /rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ; USER: απαιτεί, απαιτείται, απαιτεί την, απαιτεί από, προϋποθέτει, προϋποθέτει

GT GD C H L M O
responsibility /rɪˌspɒn.sɪˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία,, υπευθυνότητα, την ευθύνη

GT GD C H L M O
roll /rəʊl/ = NOUN: ρολό, κύλινδρος, ρόλος, τόπι, αρτίσκος, κατάλογος, ψωμάκι; VERB: κυλώ, τσουλάω, τυλίσσω, κυλίω, κυλιόμαι, τυλίσσομαι; USER: ρολό, κυλήσει, roll, κυλήστε, αναπτύξουν

GT GD C H L M O
runs /rʌn/ = NOUN: τρέξιμο, δρόμος; VERB: τρέχω, ρέω; USER: τρέχει, εκτελείται, λειτουργεί, διατρέχει, έρχεται, έρχεται

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
same /seɪm/ = NOUN: ίδιο; ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος; PRONOUN: ίδιος; USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας

GT GD C H L M O
say /seɪ/ = VERB: λέγω; USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε

GT GD C H L M O
scale /skeɪl/ = NOUN: κλίμακα, ζυγαριά, κλίμαξ, λέπι, πλάστιγγα, ιεράρχηση, λέπιο; VERB: σκαλώνω, αναρριχώμαι; USER: κλίμακα, κλίμακας, μέγεθος, διαστάσεων, ζυγαριά

GT GD C H L M O
settings /ˈset.ɪŋ/ = NOUN: τοποθέτηση, δύση, σύνθεση, δέσιμο δακτυλιολίθου, σκηνογραφία, δέσιμο κοσμήματος; USER: ρυθμίσεις, ρυθμίσεων, τις ρυθμίσεις, ρυθμίσεις του, των ρυθμίσεων

GT GD C H L M O
shared /ʃeəd/ = VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω; USER: κοινόχρηστη, κοινόχρηστο, κοινές, κοινά, κοινή

GT GD C H L M O
simple /ˈsɪm.pl̩/ = ADJECTIVE: απλός, εύκολος, απλοϊκός, αφελής; NOUN: απλούς; USER: απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά, απλά

GT GD C H L M O
sing /sɪŋ/ = VERB: τραγουδώ, ψάλλω, άδω; NOUN: νόημα; USER: τραγουδώ, τραγουδούν, τραγουδήσει, τραγουδήσουν, τραγουδήσω

GT GD C H L M O
site /saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο; USER: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο, ιστοσελίδα, χώρο

GT GD C H L M O
small /smɔːl/ = NOUN: μικρό, μικρό μέρος, στενό μέρος; ADJECTIVE: μικρός, μικροπρεπής, μικρούτσικος; USER: μικρό, μικρός, μικρές, μικρή, μικρών, μικρών

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
societal /səˈsaɪ.ə.təl/ = USER: κοινωνικές, κοινωνίας, κοινωνικών, κοινωνικό, κοινωνική

GT GD C H L M O
soil /sɔɪl/ = NOUN: έδαφος, χώμα, ακαθαρσία, λέρα; VERB: λεκιάζω, λερώνω, ρυπαίνω, ρυπαίνομαι; USER: χώμα, έδαφος, εδάφους, του εδάφους, εδαφών

GT GD C H L M O
speakers /ˈspiː.kər/ = NOUN: ομιλητής, μεγάφωνο, ρήτωρ, πρόεδρος βουλής; USER: ηχεία, ομιλητές, ομιλητών, ηχείων, τα ηχεία

GT GD C H L M O
spirit /ˈspɪr.ɪt/ = NOUN: πνεύμα, ψυχή, διάθεση, οινόπνευμα, φρόνημα, ζωή, ενεργητικότητα; USER: πνεύμα, πνεύματος, το πνεύμα, ποτών, ποτά

GT GD C H L M O
strategy /ˈstræt.ə.dʒi/ = NOUN: στρατηγική, στρατηγεία; USER: στρατηγική, στρατηγικής, στρατηγική της, στρατηγικής της, στρατηγική για

GT GD C H L M O
strength /streŋθ/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, στερεότητα, ρώμη, στερεότης; USER: δύναμη, ισχύς, αντοχή, αντοχής, ισχύ

GT GD C H L M O
strong /strɒŋ/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός, γερός, ρωμαλέος; USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρή, ισχυρό, έντονη

GT GD C H L M O
structure /ˈstrʌk.tʃər/ = NOUN: δομή, κατασκευή, κτίριο, οικοδομή; USER: δομή, κατασκευή, δομής, διάρθρωση, διάρθρωσης, διάρθρωσης

GT GD C H L M O
subtitles /ˈsʌbˌtaɪ.tl̩/ = NOUN: υπότιτλος; USER: υπότιτλοι, υπότιτλους, subtitles, υποτίτλων, υπότιτλου

GT GD C H L M O
success /səkˈses/ = NOUN: επιτυχία, σουξέ; USER: επιτυχία, επιτυχίας, την επιτυχία, η επιτυχία, επιτυχία της

GT GD C H L M O
successful /səkˈses.fəl/ = ADJECTIVE: επιτυχής, πετυχημένος; USER: επιτυχής, επιτυχή, επιτυχημένη, επιτυχία, επιτυχείς

GT GD C H L M O
symbol /ˈsɪm.bəl/ = NOUN: σύμβολο; USER: σύμβολο, συμβόλου, το σύμβολο, συμβόλων, σύμβολο που

GT GD C H L M O
team /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; ADJECTIVE: ομαδικός; USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα

GT GD C H L M O
technological /ˌtek.nəˈlɒdʒ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τεχνολογικός; USER: τεχνολογικός, τεχνολογικής, τεχνολογική, τεχνολογικές, τεχνολογικών

GT GD C H L M O
technology /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών

GT GD C H L M O
thank /θæŋk/ = VERB: ευχαριστώ; USER: ευχαριστώ, ευχαριστήσω, ευχαριστήσω τον, ευχαριστούμε, ευχαριστήσουμε

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
thee /ðiː/ = PRONOUN: σε; USER: thee, σοι, σου, σένα, εσένα

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
together /təˈɡeð.ər/ = ADVERB: μαζί, ομού, αντάμα; USER: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, συνδυασμό

GT GD C H L M O
totally /ˈtəʊ.təl.i/ = ADVERB: καθ' ολοκληρίαν; USER: εντελώς, απόλυτα, συνολικά, τελείως, πλήρως

GT GD C H L M O
transform /trænsˈfɔːm/ = VERB: μετατρέπω, μετασχηματίζω, μεταμορφώ, μεταμορφώνω; USER: μετασχηματισμό, μετατρέπουν, μετατρέψει, μετατροπή, μετατρέψουν

GT GD C H L M O
true /truː/ = ADJECTIVE: αληθής, πιστός, ακριβής, βέρος; USER: αληθής, αλήθεια, πραγματική, ισχύει, αληθινή, αληθινή

GT GD C H L M O
twitter /ˈtwɪt.ər/ = NOUN: κελάδημα, έξαψη, τερέτισμα, τιτίβισμα; VERB: τιτιβίζω, τερετίζω, κελαδώ, εξάπτομαι; USER: κελάδημα, έξαψη, τιτιβίζω, Twitter, Twitter Για

GT GD C H L M O
ultra /ʌl.trə-/ = NOUN: άκρος; ADVERB: υπερβολικώς; USER: ultra, εξαιρετικά, υπερ, πολύ, υπέρ

GT GD C H L M O
underway /ˌʌn.dəˈweɪ/ = USER: σε εξέλιξη, εξέλιξη, εν εξελίξει, εξελίξει, δρομολογηθεί

GT GD C H L M O
unique /jʊˈniːk/ = ADJECTIVE: μοναδικός, ανεπανάληπτος; USER: μοναδικός, μοναδική, μοναδικό, μοναδικά, μοναδικές

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
volumes /ˈvɒl.juːm/ = NOUN: τόμος, όγκος; USER: όγκους, όγκοι, όγκων, τόμους, ποσότητες

GT GD C H L M O
walls /wɔːl/ = NOUN: τείχος, τοίχος; VERB: περιτειχίζω; USER: τοίχους, τοίχοι, τοιχώματα, τείχη, τοίχων

GT GD C H L M O
want /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
website /ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος; USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website

GT GD C H L M O
welcome /ˈwel.kəm/ = NOUN: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος δεξίωσις; VERB: καλωσορίζω, προϋπαντώ, υποδέχομαι; ADJECTIVE: ευπρόσδεκτος, καλοδεχούμενος; USER: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος, καλωσορίζω, ευπρόσδεκτη, ευπρόσδεκτοι

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
whose /huːz/ = PRONOUN: τίνος, ποιανού, γενική του WHO, γενική του WHICH; USER: των οποίων, των οποίων οι, του οποίου, οποίων, οποίου

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
women /ˈwo͝omən/ = NOUN: γυναίκα, γυνή; USER: γυναικών, γυναίκες, οι γυναίκες, τις γυναίκες, των γυναικών

GT GD C H L M O
wonderful /ˈwʌn.də.fəl/ = ADJECTIVE: θαυμάσιος, υπέροχος, θαυμαστός, αξιοθαύμαστος; USER: θαυμάσιος, υπέροχος, υπέροχη, υπέροχο, θαυμάσια

GT GD C H L M O
working /ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος; NOUN: τρόπος εργασίας; USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται

GT GD C H L M O
world /wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν; USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια

GT GD C H L M O
worldwide /ˌwɜːldˈwaɪd/ = ADJECTIVE: παγκόσμιος; USER: παγκόσμιος, όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, παγκοσμίως, παγκόσμια

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

GT GD C H L M O
yet /jet/ = ADVERB: ακόμη, όμως, εν τούτοις; USER: ακόμη, όμως, ακόμα, αλλά, υπάρχουν ακόμη, υπάρχουν ακόμη

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

228 words